- ἀποκτάμεναι
- ἀποκτάμεν, ἀποκτάμεναι: see ἀποκτείνω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀποκτάμεναι — ἀποκτά̱μεναι , ἀποκτάομαι lose possession of pres part mp fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀποκτείνω kill aor inf act (epic) ἀποκτείνω kill aor part mid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)